- αμελής
- (I)-ές (Α ἀμελής)αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμοςαρχ.1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι», παραμελώ, αδιαφορώ «οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι» + απαρέμφατο, είμαι πρόθυμος να..., ενδιαφέρομαι να...[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέλω.ΠΑΡ. ἀμέλεια, ἀμελῶ].————————(II)ἀμελής, -ές (Α) [μέλος]ο χωρίς μέλος, ο μη μελωδικός.
Dictionary of Greek. 2013.